- εγκόλληση
- η (AM ἐγκόλλησις)τοποθέτηση ή προσαρμογή με τη χρησιμοποίηση κολλητικής ουσίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιέλο — το άκλ. (διακ.) α) διακοσμητική τεχνική που συνίσταται στην εγκόλληση μαύρου σμάλτου στις κοιλότητες εγχάρακτης σε ασημένια πλάκα παράστασης β) συνεκδ. το παραγόμενο με τη μέθοδο αυτή τεχνούργημα … Dictionary of Greek